Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

John Zorn & Masada - Live in Jerusalem



Ο John Zorn (γεν. 1953) είναι ένας εξαιρετικά παραγωγικός μουσικός της πρωτοπορίας που έχει πειραματιστεί  με όλα σχεδόν τα είδη, από τη συμφωνική μουσική μέχρι το free-punk… Ειδικά με το κουαρτέτο του που έχει το συμβολικό όνομα «Masada» δοκιμάζει μια μίξη της τζαζ με την εβραϊκή μουσική klezmer, την ενόργανη παράδοση των Ασκεναζίμ της Ανατολικής Ευρώπης (που στις ημέρες μας ανανέωσαν μουσικοί όπως ο Andy Statman στις ΗΠΑ). Κορύφωμα της σπουδαίας δουλειάς τους, αυτός ο διπλός δίσκος είναι η ηχογράφηση ζωντανής παράστασης που έδωσαν στα πλαίσια του Φεστιβάλ της Ιερουσαλήμ το 1994.

Παίζουν οι μουσικοί: John Zorn (σαξόφωνα), Dave Douglas (τρομπέτα),  Greg Cohen (μπάσσο), Joey Baron (ντραμς).




Δίσκος Α:

Δίσκος Β:
  1. Piram - 9:52
  2. Bith Aneth - 11:57
  3. Lachish - 3:35
  4. Peliyot - 7:11
  5. Hadasha - 10:53
  6. Ravayah - 3:35
  7. Zebdi - 1:53
  8. Tirzah - 8:07
  9. Hekhal - 3:31
  1. Kanah - 6:12
  2. Shilhim - 2:39
  3. Ziphim - 9:09
  4. Abidan - 6:24
  5. Netivot - 4:50
  6. Zelah - 4:54
  7. Idalah-Abal - 5:04
  8. Jair - 5:15
  9. Ashnah - 6:10



https://mega.nz/#!10YWgYLK!d-fBhEhMEpVRiXN-1J_Sbip_ET1Wr98YAIn9iOugqf0

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

ΜΙΑ ΝΕΑ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Ο κύκλος παραδόσεων του ΦΩΤΗ ΤΕΡΖΑΚΗ πάνω στην Κριτική Θεωρία της Σχολής τής Φραγκφούρτης, που θα διεξαχθεί κανονικά από την Τρίτη 20 Δεκεμβρίου στις 8 μμ. κι επί δέκα συνεχόμενες Τρίτες (με εξαίρεση τις δύο εβδομάδες των χριστουγεννιάτικων διακοπών), ΘΑ ΜΠΟΡΕΙ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΤΩΡΑ ΝΑ ΜΕΤΑΔΙΔΕΤΑΙ ΚΑΙ ΔΙΚΤΥΑΚΑ μέσ’ από την σελίδα μας ediasp.blogspot.com αποκλειστικά για ενδιαφερόμενους οι οποίοι μένουν εκτός Αθήνας.

Θα μπορείτε να παρακολουθείτε ζωντανά την παράδοση, αλλά θα υπάρχει επίσης η δυνατότητα να υποβάλλετε ηλεκτρονικώς ερωτήσεις στο μέσον είτε στο τέλος κάθε διδακτικού διώρου (χωρίς καμία προβολή προσωπικών σας στοιχείων, αν επιθυμείτε). Μετά τη λήξη τής παράδοσης, στην ιστοσελίδα του ediasp.blogspot.com θα παραμένει διαθέσιμο όλο το βίντεο της διδακτικής συνεδρίας επί μία εβδομάδα ώστε, πάντα με τον προσωπικό σας κωδικό, να μπορείτε να το παρακολουθήσετε ακόμη και στη περίπτωση που το χάσατε τη στιγμή τής ζωντανής του μετάδοσης. 

Η πρόσβαση θα γίνεται μέσω ενός κωδικού που θα σας δοθεί από τον διδάσκοντα, μαζί με τις υπόλοιπες οδηγίες, ύστερ’ από αίτηση την οποία θα του στείλετε ηλεκτρονικώς. Η αίτηση αυτή εκδήλωσης ενδιαφέροντος πρέπει να υποβληθεί τουλάχιστον 5 ημέρες πριν από την έναρξη των παραδόσεων, με αποστολή e-mail στη διεύθυνση fterzakis@hotmail.gr


Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

ΕΘΝΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (Ι)


Κύκλος ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΡΟΒΟΛΩΝ-ΔΙΑΛΕΞΕΩΝ της ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ την περίοδο 2011-12


1. Ο’ΦΛΑΕΡΤΥ, Νανούκ του Βορρά (εισηγήτρια: ΑΝΝΑ ΛΥΔΑΚΗ)
Κυριακή, 18 Δεκεμβρίου 2011, ώρα 8μμ.

2. ΤΖΙΓΚΑ ΒΕΡΤΩΦ, Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή (εισηγήτρια: ΕΦΗ ΞΗΡΟΥ)
Κυριακή, 22 Ιανουαρίου 2012, ώρα 8μμ.

3. ΛΕΝΝΙ ΡΙΦΕΝΣΤΑΛ, Ο θρίαμβος της θελήσεως/ Νούμπα (εισηγητής: ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ)
Κυριακή, 19 Φεβρουαρίου 2012, ώρα 8μμ.

4. ΖΑΝ ΡΟΥΣ, Το κυνήγι του λιονταριού με τόξο (εισηγητής: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚEΡΚIΝΟΣ)
Κυριακή, 18 Μαρτίου 2012, ώρα 8μμ.

5. ΑΜΠΑΣ ΚΙΑΡΟΣΤΑΜΙ, ABC Africa (εισηγητής ΝΙΚΟΣ ΣΑΒΒΑΤΗΣ)
Κυριακή, 1 Απριλίου 2012, ώρα 8μμ.

6. ΡΟΒΗΡΟΣ ΜΑΝΘΟΥΛΗΣ, Υεμένη/ Σαχράουι (εισηγητής: ΝΙΚΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ)
Κυριακή, 13 Μαΐου, ώρα 8μμ.



*  Όλες οι εκδηλώσεις θα γίνουν στον πολυχώρο  ΑΝΕΣΙΣ, Κηφισίας 14 (αίθουσα δευτέρου ορόφου),                         
    τηλ. 210.7788778.

* Είσοδος με Κάρτα Συμμετοχής, την οποία  μπορείτε να προμηθευτείτε από τα γραφεία της Εταιρείας
   μας  (Βουλγαροκτόνου 23 & Μαυρομιχάλης, 2ος όροφος, τηλ. 210.3613855).  
   Κόστος Κάρτας Συμμετοχής τριών (3) εκδηλώσεων: 12 ευρώ.

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

Παρουσίαση δραστηριοτήτων ΕΔΣ




Η παρουσίαση του νέου προγράμματος της Εταιρείας Διαπολιτισμικών Σπουδών στο χώρο εκδηλώσεων των Εκδόσεων Γαβριηλίδη στις 3/11/2011.




Θοδωρής Ζέης (μπουζούκι)
Εύα Ξένου (τραγούδι)
Κώστας Παπακωστόπουλος (κιθάρα και τραγούδι)

Από τη γιορτή που ακολούθησε μετά από την εκδήλωση παρουσίασης του νέου προγράμματος της Εταιρείας Διαπολιτισμικών Σπουδών.

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

Stephan Athanas & The ContempArabic Jazz Ensemble - Nûba Hsìn (Τζαζ Σουίτα σε εννέα κινήσεις)



Η αραβική τζαζ είναι εδώ και δεκαετίες ένα ισχυρό και αναγνωρίσιμο ρεύμα, με πυκνή παρουσία στη δισκογραφία και με διάσημους πλέον μουσικούς παγκόσμιας εμβέλειας (όπως ο Αnouar Brahem, o Rabih Abou-Khalil, o Dhafer Youssef, κ.ά.). Υπάρχουν όμως και άλλοι, λιγότερο γνωστοί αλλά καθόλου μικρότερης αξίας, όπως το «ContempArabic Jazz Ensemble» που ίδρυσε το 1996 ο (ελληνοτουρκικής καταγωγής) συνθέτης και μπασίστας από την Ελβετία Stephan Athanas

Η ομάδα δημιουργήθηκε ύστερα από έξι μήνες παραμονής του στην Αίγυπτο και περιλαμβάνει μουσικούς από την Αίγυπτο, την Τυνησία, τη Γαλλία και την Ελβετία, οι οποίοι συνεχίζουν να ζουν στην πατρίδα τους και συναντιούνται αρκετές φορές τον χρόνο μόνο για συναυλίες, περιοδείες και ηχογραφήσεις. 

Το υλικό τους προέρχεται από το παραδοσιακό αραβικό ρεπερτόριο – όπως η διασκευή αυτή μιας αραβικής νούμπα (κλασική αραβική φόρμα που συνδυάζει φωνητικά και οργανικά μέρη, βασιζόμενη σε έναν μουσικό τρόπο και συνδεδεμένη με μία συγκεκριμένη ώρα της ημέρας· πιστεύεται ότι ξεκίνησε από τη αυλή των Αββασιδών στη Βαγδάτη) που ηχογράφησαν το 2005 με τη συμμετοχή της τυνήσιας τραγουδίστριας Samiha Ben Said.

Κομμάτια
01. Istiftâh, Msaddar 6:59
02. Dkhûl                 1:02
03. Abyat                 7:44
04. Dkhûl                 1:12
05. Btâyhî                8:38
06. Tûshya               4:28
07. Introduction        0:29
08. Barawîl               4:20
09. Draj                   6:25
10. Khafif                 8:28
11. Introduction       0:46
12. Khatm               5:04 

 https://mega.nz/#!5gIw1KTQ!S_ia5GwsFUotpwsVlVlhP3Za038mESy3XrNxfo2S58Q

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Mulatu Astatke - Mulatu Steps Ahead



Ο Mulatu Astatke (γενν. 1943) είναι ο θρύλος της αιθιοπικής τζαζ. Βιμπραφωνίστας, διευθυντής ορχήστρας και ιδιοφυής ενορχηστρωτής, με αναγνωρίσιμες επιρροές από τον Duke Ellington, υπήρξε από τους πρωταγωνιστές της μοντέρνας μουσικής σκηνής τής Αντίς Αμπέμπα γύρω στα 1970. Εγκατεστημένος  από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 στο Λονδίνο, συνεχίζει να εξελίσσει το απολύτως αναγνωριστικό, υβριδικό ύφος που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό. Εδώ, παρουσιάζουμε τον τελευταίο του ––αριστουργηματικό–– δίσκο Mulatu Steps Ahead (2010). 

Κομμάτια: 

01 Radcliffe
02 Green Africa
04 The Way to Nice
04 Assosa
05 I Faram Gami I Faram
06 Mulatu's Mood
07 Ethio Blues
08 Boogaloo
09 Motherland
10 Derash

 https://mega.nz/#!cgBHnLJS!ZpW30SjtaIXB_AjR9Q0teWgLSgA0jGaG2P9uoucV9Jw

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

Tony Scott And The Indonesian Allstars - Djanger Bali


O ιταλοαμερικανός κλαρινετίστας Tonny Scott (Anthony Sciacca, 17 Ιουνίου 1921-28 Μαρτίου 2007) δεν είναι μόνο ένας από τους σπουδαιότερους λευκούς δεξιοτέχνες της τζαζ όλων των εποχών, αλλά και ιδεοτυπική ενσάρκωση αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «διαπολιτισμικό πνεύμα» στη μουσική. Το πάθος του (που ξεκινάει από τις αρχές της δεκαετίας του ’60) να εγκαθίσταται για μεγάλες περιόδους σε διαφορετικά μέρη του κόσμου, να μαθαίνει τη μουσική τους και να ηχογραφεί με ντόπιους μουσικούς, διηύρυνε απεριόριστα τις εκφραστικές δυνατότητες της αφροαμερικανικής μουσικής και μας άφησε μια σειρά από ασυνήθιστες ηχογραφήσεις. Μία ακόμα τέτοια ––εξαιρετικά δυσεύρετη–– επιλέγουμε γι’ αυτό τον μήνα, τούτη τη φορά από την Ινδονησία, με σύγχρονους μουσικούς από την Ιάβα και το Μπαλί, που ακούγονται σ’ ένα ρωμαλέο jazz-fusion κατάμεστο από τοπικά ηχοχρώματα. Η ηχογράφηση έγινε το 1967. 

ΚΟΜΜΑΤΙΑ:
1. Djanger Bali
Arranged By – Bubi Chen, Tony Scott
Composed By – Traditional
   
2. Mahlke From "Katz Und Maus"
Composed By – Attila Zoller
   
3. Gambang Suling
Composed By – Narto Sabdo
    
4. Ilir, Ilir
Arranged By – Marjono, Tony Scott
Composed By – Traditional
    
5. Burungkaka Tua
Arranged By – Bubi Chen, Tony Scott
Composed By – Traditional
    
6. Summertime
Composed By – George Gershwin

    
ΜΟΥΣΙΚΟΙ:
•    Clarinet – Tony Scott
•    Bass – Yopi Chen
•    Drums – Benny Mustafa
•    Engineer – Rolf Donner
•    Guitar – Jack Lesmana
•    Piano, Zither [Ketjapi] – Bubi Chen
•    Producer – Joachim Ernst Berendt
•    Saxophone [Tenor], Flute, Vocals – Marjono

 https://mega.nz/#!59pnVagI!HPQjTXI6ZJ_Dg9j0o83PZnvZuUQhcaAQ2po3utyHH-M

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ - ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ ΒΙΑ*



Ι.

Όταν πριν από λίγο καιρό μού προτάθηκε να συμμετάσχω σε αυτή την ημερίδα, η θεματική της μού διατυπώθηκε ως «Συγγραφείς και βία». Αν ήδη ένας τέτοιος τίτλος περιείχε αρκετή ασάφεια, όπως σκεφτόμουν τότε, τί να πει κανείς για τη τελική του αναδιατύπωση, ως «Πνευματικός κόσμος και βία»; Θέλω εκ προοιμίου να σας εξομολογηθώ ότι δεν γνωρίζω τί θα πει «πνευματικός κόσμος»… Θεωρώ τη δημιουργία πολιτισμού ως εξόχως υλική διαδικασία και τις πολιτισμικές παραγωγές ως ιδιαζόντως υλικά αντικείμενα μέσα στη ζωή των κοινωνιών. Θ’ αφήσω λοιπόν τα πνεύματα στους πνευματιστές και θα μιλήσω μόνο για συγγραφείς: από τη σκοπιά ενός συγγραφέως και λογαριασμό συγγραφέων. 

Ούτε όμως και το δεύτερο σκέλος της διατύπωσης, ο όρος «βία», είναι περισσότερο σαφές… Υπάρχουν πάρα πολλές εκδηλώσεις μέσα στον ίδιο τον φυσικό κόσμο που μπορούν να υπαχθούν στην έννοια της «βίας»: ένα ηφαίστειο που εκρήγνυται και καταποντίζει ένα ολόκληρο νησί, η πεινασμένη λέαινα που κόβει την καρωτίδα τού βούβαλου, είναι φαινόμενα που αντιπροσωπεύουν με κάποια έννοια μορφές βίας. Υποθέτω πως δεν μιλάμε γι’ αυτό. Η «βία» που μας ενδιαφέρει είναι προφανώς εκείνη που εμφανίζεται μέσα στις οργανωμένες ανθρώπινες συλλογικότητες, δηλαδή τις κοινωνίες. Εκείνο που χαρακτηρίζει τις οργανωμένες ανθρώπινες συλλογικότητες είναι οι αγώνες για τον έλεγχο και τη διαχείριση της φυσικής βίας: με άλλα λόγια, η βία πολιτικοποιείται εξ αρχής, και σ’ αυτή τη νέα, κοινωνικοποιημένη και πολιτικοποιημένη μορφή της την ορίζουμε πλέον διαφορετικά – την ονομάζουμε εξουσία, και αντικειμενοποιημένη, πραγμοειδής μορφή ή αποκρυστάλλωσή της είναι αυτό που καλούμε νόμος. Από τη στιγμή που η φυσική βία μεταλλάσσεται σε κοινωνική εξουσία, όλες οι εκδηλώσεις της προσδιορίζονται αναφορικά προς τον νόμο, θετικά ή αρνητικά: είτε ως η βία εκείνη που εν πρώτοις θεσπίζει τον νόμο κι εν συνεχεία τον περιφρουρεί και τον επιβάλλει, είτε ως η «άλλη» βία που αντιστέκεται στον νόμο και προβάλλει ως δύναμη ανατροπής του. Παρεμπιπτόντως, ο Walter Benjamin δυνάμει αυτού εξηγούσε την γνωστή γοητεία που ασκούν στο ευρύ κοινό οι μεγάλοι εγκληματίες, ανεξαρτήτως του κατά πόσον κάποιος προσυπογράφει τις πράξεις τους: μέσ’ από τη θεαματική καταστρατήγηση του νόμου, το έγκλημα, ο εγκληματίας εμφανίζεται στιγμιαία ως υποκείμενο δυνητικής επανανομοθέτησης – περιβάλλεται μ’ ένα φωτοστέφανο αυτεξουσιότητας, εκείνου δηλαδή που έχουμε στερηθεί δραματικά όλοι εμείς οι λεγόμενοι «πολίτες», έγκλειστοι στη θεσμική φυλακή τού νεωτερικού κράτους.

Ποια η σχέση των συγγραφέων, τώρα, με την έτσι εννοημένη βία; Πεποίθησή μου είναι πως η συγγραφική λειτουργία, ως προς την ιδιάζουσα φύση της, είναι ένας τόπος εκτός βίας – δηλαδή, εκτός εξουσίας. Λέγοντας «ως προς την ιδιάζουσα φύση της» εννοώ βέβαια τους συγγραφείς ως συγγραφείς: ολοφάνερα ένας συγγραφέας μπορεί στο σπίτι να δέρνει τη γυναίκα του (ή και να την πυροβολεί – μου ήρθε ξαφνικά στο μυαλό ο Burroughs!) είτε να έρχεται στα χέρια με τους φίλους του όταν μεθάει στην ταβέρνα, αλλά προφανώς αυτά αφορούν κοινές ανθρώπινες στάσεις που δεν έχουν να κάνουν τίποτα ειδικώς με τη συγγραφική του ιδιότητα... Στην ιδιάζουσα φύση τής συγγραφικής λειτουργίας ανήκει η μετουσίωση, όπως λέμε, των βίαιων παρορμήσεων και, κατ’ επέκτασιν, μια διεκδίκηση αυτεξουσιότητας που είναι, με την πιο κυριολεκτική έννοια του πράγματος, εκτός-νόμου. Οι συγγραφείς λοιπόν, ως συγγραφείς, δεν είναι ποτέ υποκείμενα βίας· μπορούν κατ’ αρχήν να είναι μόνο αντικείμενα βίας – και πράγματι, πολύ συχνά γίνονται τέτοια.

Όλες οι μορφές βίας που μπορούν να ασκηθούν σε έναν συγγραφέα ίσως ανάγονται σε μία και μόνη έννοια: την έννοια της φίμωσης, δηλαδή, να του αφαιρεθεί το δικαίωμα ή η δυνατότητα να μιλάει. Ωστόσο οι τρόποι με τους οποίους μπορεί να επιτευχθεί αυτό είναι άπειροι, κι έχουν όλοι χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς από τις διάφορες εξουσίες. Στο ένα άκρο τού φάσματος είναι η ωμή εξόντωση: μπορείς να δικάσεις και να καταδικάσεις έναν συγγραφέα, να τον φυλακίσεις ή να τον εξορίσεις, ακόμη και να τον εκτελέσεις ή να τον δολοφονήσεις εν κρυπτώ. Δεν χρειάζεται να το πω, όλα έχουν δοκιμαστεί... Στο άλλο άκρο τού φάσματος, που ιδιάζει καλύτερα στις νεωτερικές, «φιλελεύθερες» λεγόμενες κοινωνίες, η εξόντωση του συγγραφέα παίρνει κοινωνικό και, κυρίως, οικονομικό χαρακτήρα – που παρουσιάζει επίσης μιαν αξιοσημείωτη κλίμακα διαβαθμίσεων. Εδώ το όργανο της καταστολής δεν είναι ο ένστολος εκπρόσωπος της κρατικής εξουσίας αλλά οι διαμεσολαβητικοί μηχανισμοί τής εμπορευματικής αγοράς και των Μαζικών Μέσων. Μπορούν να αποκλείσουν έναν συγγραφέα από την πρόσβαση σε εκδοτικούς μηχανισμούς που είναι απαραίτητοι για την κοινοποίηση του έργου του, κι αν αυτό δεν λειτουργήσει, να κλείσουν το προϊόν τής εργασίας του έξω από τη λεγόμενη  «ζήτηση», να τον καταδικάσουν δηλαδή σε λιμοκτονία· αν ωστόσο και αυτό δεν σταθεί αποτελεσματικό, υπάρχει η πιο πρόσφατη στρατηγική τής οποίας γινόμαστε κατεξοχήν μάρτυρες σήμερα: να πνίξουν τον λόγο του μέσα σ’ έναν ορυμαγδό τυπωμένης ασημαντότητας που κάνει αδύνατο πλέον σε οποιονδήποτε να τον βρει, ή να τον αναζητήσει...

Θα μου πείτε ίσως: μήπως είσαι υπερβολικά κολακευτικός προς τους συγγραφείς; Τί να πούμε για όλους εκείνους τους συγγραφείς και διανοούμενους που προσφέρουν οικειοθελώς τις υπηρεσίες τους στις διάφορες εξουσίες, που δανείζουν τη φωνή τους σε κάθε λογής δημηγορία υπέρ των ισχυρών, που επανδρώνουν αθρόα τους μηχανισμούς τού κράτους, των Μαζικών Μέσων, της δημοσιότητας και της αγοράς; Εκείνο που έχω εγώ να πω, είναι ότι αυτοί είναι τα πλέον ολοκληρωτικά, τα πλέον αξιοθρήνητα θύματα της θεσμικής βίας. Ως συγγραφείς έχουν ήδη αυτοκτονήσει, έχουν εκ των προτέρων και χωρίς αντιστάσεις φιμωθεί η ευνουχιστεί (που είναι από συμβολική άποψη το ίδιο) και αξίζουν μόνο την απέραντη καταφρόνια ή ––για τους πιο μεγαλόψυχους–– τον οίκτο μας.  



ΙΙ.

Το να υποχρεώνεται κάποιος να διαλέξει ανάμεσα στους παραληρηματικούς εθνοπατριώτες, από τη μία πλευρά, και τους δωσιλόγους τού ευρωπαϊσμού (ή ευρω-αμερικανισμού), από την άλλη, είναι κάτι χειρότερο από εκβιασμός: είναι καθαρή, ασυγχώρητη ηλιθιότητα. Είναι το ίδιο είδος διλήμματος που έχει εξουθενώσει τους ριζοσπάστες διανοούμενους στον αραβομουσουλμανικό κόσμο, ας πούμε, και σε τέτοιου είδους εκβιασμούς μόνο με έναν τρόπο οφείλουμε ν’ απαντάμε: συντρίβοντας με την ίδια κίνηση και τους δύο όρους τού διλήμματος. Επειδή όμως η εθνική ρητορεία εξακολουθεί να πρυτανεύει ακόμα και στους λόγους των πιο ανενδοίαστων υποστηρικτών τής παγκόσμιας αγοράς, των κατά συνθήκην σοσιαλ(νέο)φιλελεύθερων, στην πολιτική όσο και στην εκπαίδευση, δεν θα ήταν κακή ιδέα να δοκιμάσει κάποιος να εντοπίσει τον ενδεχόμενο πυρήνα ισχύος της.

Όπως σωστά είχε αντιληφθεί ο Χέρντερ, το έθνος είναι πρωτίστως γλωσσική κοινότητα. Όλα τα άλλα στοιχεία που συνέθεσαν την έννοιά του στις απαρχές τής νεωτερικότητας είναι είτε φαντασιώδη είτε εκ των υστέρων θεσπίσεις που το επιστράτευσαν ως νομιμοποιητική τους κατασκευή. Η «φυλή» και η «θρησκεία» είναι παραδείγματα του πρώτου είδους: η φυλή για λόγους επί των οποίων δεν χρειάζεται καν να επιχειρηματολογήσω, η θρησκεία όχι με την έννοια ότι δεν υπήρχε ως υλικός ιστορικός παράγων αλλά με την έννοια ότι, ως δύναμη παραγωγής ταυτοτήτων, δεν παρουσίαζε καμία καταρχήν συμμετρία προς τις γλωσσικές κοινότητες – αυτή εκβιάστηκε εκ των υστέρων, από τις κρατικές πολιτικές... Παράδειγμα του δεύτερου είδους είναι ακριβώς ο σχηματισμός του νεωτερικού κράτους, του λεγόμενου έθνους-κράτους. Παρότι αναπαρέστησε τον εαυτό του ως αντικειμενικό κρυστάλλωμα μιας υποτιθέμενης Volksgemeinschaft, πραγματική του προέλευση ήταν μάλλον το παγκόσμιο διακρατικό σύστημα ως αποκρυστάλλωση τοπικών σχέσεων ισχύος. Προϊόν τού αγώνα για επικράτηση της αστικής τάξης, πέτυχε να συγκεντρώσει στα χέρια του το μονοπώλιο της βίας και δι’ αυτού να εγκλωβίσει στα όριά του όλων των ειδών τις ανθρώπινες συλλογικότητες που βρήκε στον δρόμο του, οι οποίες θα έπρεπε να υποβληθούν στα προκρούστεια πάθη τής «ομογενοποίησης» προκειμένου να γίνει εφικτός ο αντικειμενικός του σκοπός: η αναμόρφωση ολόκληρου του κοινωνικού πεδίου ως κοινωνίας της αγοράς.

Το μόρφωμα αυτό, που η κλασική δικαιική του μορφή εδραιώθηκε με τη Συνθήκη της Βεστφαλίας, έχει ουσιαστικά κλείσει τον ιστορικό του κύκλο από τις αρχές του εικοστού αιώνα, στο στάδιο της μονοπωλιακής, «ιμπεριαλιστικής» φάσης ανάπτυξης του καπιταλισμού. Παρεμπιπτόντως, όταν ο Λένιν αντέτεινε «το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση» στη διαυγή υπόδειξη της Ρόζας Λούξεμπουργκ ότι «δεν υπάρχουν “εθνικοί πόλεμοι” στην εποχή του ιμπεριαλισμού», διέπραττε έναν τερατώδη αναχρονισμό, υποστρέφοντας κατ’ ουσίαν σε μια επιχειρηματολογία που ανήκε ιστορικά, ακριβώς, στο πνεύμα της Βεστφαλίας. Στις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα, η αποκαλούμενη κεφαλαιοκρατική παγκοσμιοποίηση, κληρονόμος του αποικιακού μοιράσματος του κόσμου, έμελλε να δείξει κατάφωρα ποιος είναι ο ρυθμιστής τού βηματισμού τής παγκόσμιας ιστορίας. 

Σε αυτό ακριβώς το σημείο βρισκόμαστε. Η «εθνική ανεξαρτησία» (για να μην πούμε καν «αυτοδιάθεση») στον καιρό τού ύστερου καπιταλισμού ακούγεται σαν κακόγουστο αστείο. Και για να εστιάσουμε τον φακό στα πολύ κοντινά μας, στην  Ελλάδα τής τρέχουσας δεκαετίας, όταν θέτουμε ερωτήματα στους διαχειριστές τής πολιτικής εξουσίας που αφορούν κρίσιμες ––θανάσιμες, κάποτε–– αποφάσεις για το συλλογικό μέλλον, η απάντηση είναι κατά κανόνα τού τύπου, «δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς· δεσμευόμαστε απέναντι στην Ευρώπη» (όπως παλιότερα λέγαμε «στους Συμμάχους μας»). Εν ολίγοις, σε ό,τι αφορά τη χάραξη πολιτικής ––να πούμε σε θέματα αμυντικά κι εξωτερικής πολιτικής; Ή μήπως σε θέματα δημοσιονομικής πολιτικής; Θέλετε σε κανονισμούς και διατάξεις που κυμαίνονται από τις μορφές αστυνόμευσης μέχρι το χωροταξικό και τη δημόσια υγεία;–– η λεγόμενη εθνική ανεξαρτησία έχει εκχωρηθεί ολοσχερώς, και αυτό ομολογείται κανονικά και απροκάλυπτα σαν το φυσικότερο πράγμα του κόσμου από τους επαγγελματίες πολιτικούς στους ψηφοφόρους τους.

Τί συμβαίνει άραγε με τον άλλο προσδιοριστικό όρο της εθνικής κυριαρχίας, την λεγόμενη «εδαφική κυριαρχία»;  Το ίδιο αυτό κράτος που την υφάρπαξε από τις γηγενείς συλλογικότητες στο όνομα της «προστασίας» της, είναι εκείνο που φυσικώ τω τρόπω σε δεύτερη κίνηση την εκχωρεί βαθμηδόν στους εμπορικά ενδιαφερόμενους – που είναι λιγότερο βέβαια ιδιώτες κεφαλαιούχοι (χωρίς ν’ αποκλείονται) απ’ όσο μεγάλες εταιρείες. Ελπίζω ότι δεν χρειάζεται να επεκταθώ εδώ σε παραδείγματα. Κι εννοείται ότι από την άποψη που συζητάμε ελάχιστη σημασία έχει αν πρόκειται για εταιρείες ελληνικών, ξένων ή πολυεθνικών συμφερόντων, διότι σε κάθε περίπτωση μιλάμε για υφαρπαγή από ιδιώτες ενός δημοσίου αγαθού που σύμφωνα με τον ορισμό τού δημοσίου ανήκει εξ αδιαιρέτου σε μια συλλογικότητα. Επίσης, έχει σημασία το ότι αυτό δεν συμβαίνει κατά παράβασιν της νόμιμης εξουσίας διεφθαρμένων κρατικών λειτουργών, αλλά σύμφωνα με τον παγκοσμίως δεσπόζοντα σχεδιασμό των κρατικών στρατηγικών στην παρούσα φάση του καπιταλισμού, που ακούει στο όνομα «νεοφιλελευθερισμός», ο οποίος άλλωστε ανασχεδιάζει κατά το πνεύμα του το παγκόσμιο και τα τοπικά νομοθετικά πλαίσια.

Αν μιλήσουμε τώρα για «εθνική οικονομία», δηλαδή παραγωγική οικονομία ως διαφορετική από τη δημοσιονομική πολιτική, η εικόνα είναι επιεικώς οικτρή. Όσοι όμως θρηνούν δημοσίως για τη «χαμηλή παραγωγικότητα» της χώρας (αν και το «χαμηλή» ακούγεται ήδη ευφημισμός), έχουν μήπως κατά τύχη προσέξει πως η παραγωγική της αυτάρκεια ήταν πολύ μεγαλύτερη πριν τριάντα-σαράντα χρόνια μολονότι με χαμηλότερους δείκτες ΑΕΠ, και ότι φθίνει κατακόρυφα από την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα; Ότι, εν ολίγοις ––και ανεξαρτήτως κινήτρων και συμπεριφοράς τού πληθυσμού––, το τσάκισμα των παραγωγικών υποδομών τής χώρας είναι ευθεία συνέπεια της ένταξης της εγχώριας οικονομίας σε έναν παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας τού οποίου τον σχεδιασμό και τον έλεγχο δεν έχει σε κανένα επίπεδο λήψης των αποφάσεων; 

 Με πολύ απλά λόγια: όποια ονομαστική αξία κι αν δίνεται στην ελληνικότητα στους ποικίλους ρητορικούς χειρισμούς τού όρου, η πραγματικότητα που της αντιστοιχεί είναι ένα διάτρητο κουρέλι – και αυτό είναι το ψεύδος κάθε εθνικής ρητορείας. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει όντως ένας μικρός λαός που μιλάει μια ορισμένη γλώσσα μ’ ένα συγκεκριμένο ιστορικό βάρος, μ’ ένα φάσμα συνοδευτικών αποκρυσταλλώσεων πείρας που εξακολουθούν να παράγουν ένα δυναμικό ταυτότητας, ο οποίος διεκδικεί μια θέση στον σύγχρονο κόσμο μέσα’ από τη συνέχεια της ιδιαίτερης γλωσσικής και ιστορικής του ύπαρξης – όχι βεβαίως ανταγωνιστικά προς άλλους λαούς ή πολιτισμούς, αλλά ως πρώτιστης προϋπόθεσης κάθε μεστού σημασίας διαπολιτισμικού ανοίγματος. Υπό ποιους όρους μπορεί να επιβιώσει αυτός ο λαός, αν τουλάχιστον συμφωνούμε ότι αξίζει και δικαιούται να επιβιώσει; Τίποτε απολύτως δεν φαίνεται αυτή τη στιγμή να εγγυάται μια τέτοια επιβίωση έξω από την παρατεινόμενη γλωσσική του παραγωγή: ακριβέστερα, η εξακολουθητική παραγωγή γλώσσας και σημασιών είναι η τελευταία γραμμή άμυνας μιας «ελληνικότητας» η οποία ενδέχεται ν’ αντιστοιχεί σε κάτι τι υλικό και πραγματικό, έξω από τα εθνοφυλετικά (ή και ελληνοχριστιανικά) φαντασιοκοπήματα κι εντεύθεν οιουδήποτε κρατικού σχηματισμού, ο οποίος εν πρώτοις την κεφαλαιοποίησε ώστε να νομιμοποιηθεί στ’ όνομά της κι εν συνεχεία τη πουλάει στη διεθνή αγορά κατά το ενδιάθετο κέλευσμα της ταξικής του φύσης.
Και παραγωγοί γλώσσας είναι οι συγγραφείς. Οι άνθρωποι αυτοί ––λίγοι κατ’ ανάγκη, μολονότι δεν βλέπω κανέναν λόγο να εξαιρεθούν από τούτο οι καλοί μεταφραστές–– οι οποίοι μοχθούν για τη διεύρυνση των ορίων και των δυνάμεων της γλώσσας που τους έλαχε να μιλούν, αντιπροσωπεύουν το πιο παράδοξο, γκροτέσκο για ν΄ακριβολογούμε, είδος εθνικού ήρωα:  μισώντας πολύ συχνά την κοινότητα στην οποίαν ανήκουν, υποφέροντας από την τυφλότητα και την αναισθησία της, κάνουν περισσότερα απ’ ό,τι οποιοσδήποτε άλλος σήμερα για τη διάσωσή της, προπαντός από τα νύχια των επισήμων διαχειριστών ή αυτόκλητων «εκπροσώπων» της, οι οποίοι απεναντίας ομνύουν στ’ όνομά της τη στιγμή που της καρφώνουν πισώπλατες μαχαιριές. Στη γλώσσα αυτών των τελευταίων, και για τους δικούς τους σκοπούς, το έργο των συγγραφέων (και μιας ομάδας ομοειδών δημιουργών στην ευρύτερη σφαίρα  τού πολιτισμού) μέχρι προσφάτως έφερε τον τίτλο «πνευματικό», τίτλο τιμής οπωσδήποτε που ήθελε να δηλώσει κυρίως τον μη ιδιοτελή χαρακτήρα του: την εξαίρεσή του από τη σφαίρα των άθλιων αστικών συμφερόντων που συνοψίζονται στην ιδέα (της επιδίωξης) του κέρδους. 

Αυτός υποθέτω είναι ο λόγος που η συγγραφική δραστηριότητα, όταν στις ημέρες μας επιβλήθηκε ο πρόσθετος και καταχρηστικός φόρος που ακούει στο όνομα Φόρος Προστιθέμενης Αξίας Καταναλώσεως (για να χρηματοδοτήσει εν μέρει τις λειτουργίες του Ευρωπαϊκού διοικητηρίου, τού οποίου τις αποφάσεις υφίστανται χωρίς την παραμικρή δυνατότητα δημοκρατικού ελέγχου αυτοί που τον πληρώνουν), εξαιρέθηκε κατ’ αρχάς. Σαν ν’ αναγνωριζόταν δηλαδή ότι η κυκλοφορία των έργων πολιτισμού, έστω μέσα στη σφαίρα τής αγοράς που είναι η αναπόδραστη ειρκτή όλων μας, δεν έχει τη ίδια σημασία ούτε υπόκειται συνεπώς στο ίδιο καθεστώς με την κυκλοφορία των υλικών καταναλωτικών αγαθών, κοινώς εμπορευμάτων. Αυτή ακριβώς την αναγνώριση αποφάσισε να άρει (κατ’ εντολήν ή με προσωπικό ζήλο, αδιάφορο) η παρούσα κυβέρνηση των ανδρεικέλων στη κορύφωση του χορού των ταπεινωτικών σοκ στα οποία υποβάλλει εσχάτως τον πληθυσμό της χώρας. ΦΠΑ και στους συγγραφείς λοιπόν, σωστά ακούσατε, από τον Ιούλιο του 2010. Τί σημαίνει αυτό όμως;

Απλούστατα, ότι το ευφημιστικά λεγόμενο «πνευματικό» προϊόν πρέπει να γίνεται στο εξής αντιληπτό σαν ένα εμπόρευμα ανάμεσα στ’ άλλα. Και αυτό σημαίνει επίσης ότι, αν δεν έχει γίνει επαρκώς τέτοιο μέχρι στιγμής, οφείλει να γίνει το ταχύτερο. Οφείλει να παράγεται και να διανέμεται με όρους κερδοφορίας, επένδυσης και αποδόσεων, οφείλει να εντάσσεται στους σχεδιασμούς τού marketing και των μηχανισμών δημοσίων σχέσεων, οφείλει να κρίνεται, εντέλει, με βάση την εμπορική του απόδοση στην αγορά. Και υπόδειγμα τέτοιου προϊόντος είναι, δεν χρειάζεται να το πω, η ποικιλία εκείνη που παζαρεύεται με επιτυχία στη Φραγκφούρτη και άλλες διεθνείς εμποροπανηγύρεις, που συναρμολογείται στα εργαστήρια των μεγάλων εκδοτικών (μήπως πρέπει ν’αρχίσουμε να μιλάμε για «σχολές Καστανιώτη», «Πατάκη», «Ψυχογιού», κοκ. στην ελληνική λογοτεχνία;) και διαβάζεται καλύτερα σε μετάφραση (κατά προτίμησιν αγγλική).

Η επιβολή ΦΠΑ στους συγγραφείς είναι μία ακόμα κομψή μορφή βίας απέναντι στους συγγραφείς, στους παραγωγούς γλώσσας και πολιτισμού εν γένει, από το ατελείωτο οπλοστάσιο που χειρίζεται εναντίον τους το σύγχρονο κράτος: είναι σχεδιασμένη εν είδη χαριστικής βολής στην ήδη εκπνέουσα ελευθερία τής σκέψης και της έκφρασης που λειτουργεί κατ’ ανάγκη ως αντίσταση στα κελεύσματα και τους νόμους τής εμπορευματικής αγοράς. Και με την ίδια κίνηση, βέβαια, πλήγμα κατά τού μόνου εναπομένοντος αποθέματος ισχύος μιας υπό άλωσιν εθνικής κοινότητας. Απομένει στους ίδιους τούς συγγραφείς να δουν καθαρά ποιος είναι ο εχθρός, και κατά πού οφείλουν να στρέψουν ––πριν είναι πολύ αργά–– το μοναδικό τους όπλο.


* Το πρώτο μέρος αυτού του κειμένου εκφωνήθηκε στην ημερίδα τής Εταιρείας Συγγραφέων με θέμα «Πνευματικός κόσμος και βία», 4 Δεκεμβρίου του 2010 στην αίθουσα Συνελεύσεων της ΕΣΗΕΑ. Το δεύτερο μέρος δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Πλανόδιον, 50 (Ιούνιος 2011) με τον παιγνιώδη τίτλο «ΦΠΑ στους συγγραφείς; Ναι, σωστά ακούσατε!». 


Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

Hideo Shiraki Quintet + 3 Koto Girls - Sakura Sakura


O ντράμερ Hideo Shiraki (1933-1972) ήταν από τους πρωτεργάτες ––μαζί με την Toshiko Akiyoshi, σε πολλά γκρουπ τής οποίας έπαιξε–– της δημιουργίας μιας τζαζ σκηνής στην μεταπολεμική Ιαπωνία. Σε αυτό τον σπάνιο δίσκο τού 1965 τον ακούμε σε μιαν απόπειρα μείξης τής τζαζ με παραδοσιακά ιαπωνικά ηχοχρώματα, που αποδίδονται από ένα γυναικείο τρίο κότο (του εθνικού εγχόρδου της Ιαπωνίας). Στο συγκρότημα συμμετέχει επίσης, στα πρώτα του βήματα, ο μετέπειτα διάσημος τρομπετίστας Terumasa Hino

Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

Nigeria 70 Lagos Jump


Από την καυτή σκηνή των νυχτερινών κλαμπ του Λάγκος της Νιγηρίας, τη χρονιά του 1970 όταν η ευφορία μιας ελεύθερης εθνικής ζωής δονούσε ακόμα τις μεγάλες πρωτεύουσες της Αφρικής και ο καλλιτεχνικός πειραματισμός ήταν σε στενή συνομιλία με τα διάφορα αφροαμερικανικά ιδιώματα, αυτός ο εξαιρετικός δίσκος για τον μήνα Ιούλιο. 
 https://mega.nz/#!4whxlYTD!H7kixHwobyCgrgurD9ns2zDdDhxiTVodnyWUnWLHxrQ

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011

Nicolas Simion Quartet - Oriental Gates


Η ρουμανική τζαζ σκηνή, άγνωστη εντελώς στην Ελλάδα, ήταν μία από τις σφριγηλότερες στην πρώην Ανατολική Ευρώπη και ανέδειξε μια σειρά από πρώτης τάξεως σολίστες. Ανάμεσα σ' εκείνους που συνεχίζουν ως τις ημέρες μας, διαγράφοντας μια εντυπωσιακή διεθνή τροχιά, είναι ο σαξοφωνίστας-κλαρινετίστας Nikolas Simion, ένας εκπληκτικής εκφραστικότητας και δύναμης μουσικός, στα ίχνη του Béla Bartòk και του George Enescu, που αντλεί από την ανεξάντλητη τρανσυλβανική παράδοση της ιδιαίτερης πατρίδας του εμβολιάζοντας ένα διακριτό κεντροευρωπαϊκό άρωμα στον κορμό της σύγχρονης τζαζ. Στη ζωντανή αυτή ηχογράφηση, το 2004 στη Βιέννη, μαζί με τον ισόβιο συνεργάτη του πιανίστα Mircea Tiberian και δύο αμερικανούς στο ρυθμικό τμήμα, μπορεί να θαυμάσει κανείς από τον σπάνιο modal λυρισμό κομματιών όπως «An Evening in Thessaloniki», «Bird Talk», «Afro-Transdanubian Groove», μέχρι το περιπετειώδες σχόλιο σ' ένα θέμα του Ornette Coleman («Blues Connotation», εκδοχή τρίο).

 https://mega.nz/#!xoQQVLqI!Krg8oAEpvV54ADv7bpmoWBG-LUcuL275UZHXeBP95Bg

Τρίτη 24 Μαΐου 2011

Plastic People Of The Universe - Egon Bondy's Happy Hearts Club Banned



Οι Plastic People of the Universe (PPU) παραμένουν άγνωστοι στην Ελλάδα, είναι όμως το συγκρότημα που ενσάρκωσε μουσικά όσο κανένας άλλος την πολιτική διαφωνία στην πρώην Ανατολική Ευρώπη. Δημιούργημα της underground σκηνής της Πράγας μετά τη Σοβιετική εισβολή του 1968, παραμένουν ενεργοί μέχρι σήμερα, και μετά τον θάνατο του ιστορικού ιδρυτή τους, μπασίστα Milan «Mejla» Hlavsa. Επηρεασμένοι κυρίως από τον Frank Zappa και τους Velvet Underground, ανέπτυξαν ένα σκηνικό ιδίωμα με στοιχεία τζαζ, ροκ, βαριετέ και βεβαίως έντονα πολιτικό στίχο, στοιχεία όλα που έκαναν κάθε συναυλία τους ένα ανατρεπτικό συμβάν, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να τους απαγορεύσει το 1970 και να τους δικάσει σε φυλάκιση αρκετών μηνών το 1976. Ο Τσέχος κριτικός και ιστορικός της τέχνης Ivan Jirous έγινε, λίγο μετά την ίδρυσή τους, ο μάνατζερ/καλλιτεχνικός διευθυντής της ομάδας. Τα άλλα βασικά μέλη ήταν ο Josef Janiček (κιθάρα) o Jiří Kabeš (βιόλα) και αργότερα ο Vratislav Brabenec (σαξόφωνο), δεκάδες μουσικοί όμως συνεργάστηκαν μαζί τους στη μακρόχρονη σταδιοδρομία τους. Εδώ παρουσιάζουμε το πιο αντιπροσωπευτικό τους άλμπουμ Egon Bondy's Happy Hearts Club Banned.

 https://mega.nz/#!N4gCVIRI!Vd2UiGgBW0DGzB24c-Ig9X6T7ZpkqW911W-y9xrpm8o

Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Keith Jarrett - Gurdjieff: Sacred Hymns


Γεώργιος Ιβάνοβιτς Γκουρτζίεφ
Ο Γεώργιος Ιβάνοβιτς Γκουρτζίεφ, γεννημένος το 1877 στην Αρμενία από έλληνα πατέρα και αρμένισσα μητέρα, υπήρξε ένας σύγχρονος δάσκαλος του αποκρυφισμού που αφήσε ανεξίτηλη εντύπωση σε ορισμένους κύκλους της δυτικής διανόησης όταν, το 1922, μετέφερε το Ινστiτούτο του για την Αρμονική Ανάπτυξη του Ανθρώπου από την Τυφλίδα της Αρμενίας στο Φοντενεμπλώ. Πάνω απ' όλα, όμως, υπήρξε ένας ρομαντικός τυχοδιώκτης, ένας ήρωας του εσωτερισμού, του οποίου τις νεανικές αναζητήσεις μιας μυστικής γνώσης στα βάθη της Ασίας αποτύπωσε κινηματογραφικά ο Peter Brook στην ταινία του Συναντήσεις με αξιοσημείωτους ανθρώπους (βασισμένη στην ομώνυμο αυτοβιογραφικό έργο του Γκουρτζίεφ).




Keith Jarett
Μεταξύ των πολλών άλλων απροσδόκητων ενασχολήσεων και ταλέντων του, ο Γκουρτζίεφ έχει συνθέσει και μουσικά κομμάτια για πιάνο (πολλά από τα οποία συνόδευαν τις ασυνήθιστες χορογραφίες του, αναπόσπαστο μέρος της διδασκαλίας στη σχολή του), σ' ένα χρωματικό ιδίωμα που συγγενεύει με τους βυζαντινούς τρόπους (ήχους). To 1980 o Keith Jarett ηχογράφησε για την ECM ένα μέρος αυτών των ύμνων, απτόμενων της θεματικής του Θείου Πάθους, σε ένα έργο κρυστάλλινης διαύγειας και στοχαστικής ομορφιάς που έχουμε τη χαρά να σας προσφέρουμε σήμερα.  


Κατεβάστε το άλμπουμ

Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Αλμπέρ Καμύ: Από το βίωμα του παραλόγου στην εξέγερση της ηθικής



Στα πλαίσια της παράστασης «Οι Δίκαιοι» του Α. Καμύ, η ομάδα Σημείο Μηδέν σε συνεργασία με το Γαλλικό Ινστιτούτο και με την αιγίδα του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, διοργανώνει στον Χώρο Ιστορικής Μνήμης, Κοραή 4, συμπόσιο – συζήτηση με θέμα: «Αλμπέρ Καμύ: Από το βίωμα του παραλόγου, στην εξέγερση της ηθικής».

Ημέρα διεξαγωγής του συμποσίου, Κυριακή 17 Απριλίου και ώρα 17.00. Είσοδος ελεύθερη.

Ομιλητές:

Φώτης Τερζάκης (συγγραφέας)
Μαρώ Τριανταφύλλου (συγγραφέας)
Θωμάς Τσαλαπάτης (θεατρολόγος).

 



Το κείμενο της ομιλίας του Φώτη Τερζάκη:


ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΗΘΙΚΗΣ



Ι.
Οι δίκαιοι είναι ένα έργο ιδεών. Ο Αμπέρ Καμύ αναμοχλεύει όλα τα μεγάλα ζητήματα που τον έχουν απασχολήσει στα μείζονα θεωρητικά του δοκίμια Ο μύθος του Σίσυφου και Ο επαναστατημένος άνθρωπος, τα οποία περιστρέφονται πάντα γύρω από το ηθικό ερώτημα. Με αριστοτεχνικό τρόπο κατορθώνει να δημιουργήσει πειστικούς χαρακτήρες, ζωντανές ενσαρκώσεις των ιδεών τους με όλες τις αποχρώσεις των ανθρώπινων αντιφάσεων που σε καμία στιγμή δεν γεννούν την εντύπωση του επίπλαστου ή του εγκεφαλικού, και κυρίως χωρίς να εκπίπτει σε φτηνή ηθικολογία ή διδακτισμό.1 Το σκηνικό, που έχει ως βάση πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα, είναι μία σέκτα Εσέρων Σοσιαλεπαναστατών στην ταραγμένη Ρωσία του 1905, κάλλιστα όμως μπορεί κάποιος να το μεταφέρει νοερά σε άλλες, πιο κοντινές μας σκηνές ––π. χ. τις Brigate Rossi στην Ιταλία, την ομάδα Μπαάντερ-Μάινχοφ στη Γερμανία είτε την 17 Νοέμβρη στην Ελλάδα–– χωρίς να χάσει τίποτε από την επικαιρότητα και τη δραστικότητα του προβληματισμού του.
            Εκείνο που ακτινογραφείται είναι οι αλληλοπεριεχόμενες, και ουσιαστικά ανεπίλυτες, αντινομίες της επαναστατικής ηθικής. Και μια ανεπίλυτη αντινομία συνιστά ακριβώς τη δομή του τραγικού. Σε ένα πρώτο επίπεδο η αντινομία εμφανίζεται  ως σύγκρουση,  εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως, ανάμεσα στο έγκλημα και την ηθική στάση: το ότι δηλαδή ο επαναστάτης είναι, ταυτόχρονα, εγκληματίας και ηθική προσωπικότητα. «Είμαστε δολοφόνοι. Το διαλέξαμε» (ΣΤΕΠΑΝ). Και ακριβώς στη βάση αυτής της συνειδητής επιλογής διαμορφώνεται ο αδιάρρηκτος δεσμός αδελφότητας – μια «ομάδα όρκου», όπως θα έλεγε ο Σαρτρ: «Σκοτώνουμε μαζί, και τίποτα δεν μπορεί να μας χωρίσει!» (ΑΝΝΕΝΚΟΦ).
            Το επαναστατικό έργο συνυποθέτει, εξ ορισμού, την καταστρατήγηση του νόμου, του λεγόμενου θετικού δικαίου, και μπορεί κάλλιστα να φτάσει ως τα ακρότατα όρια: τον φόνο. Αυτό ακριβώς έχει κοινό ο επαναστάτης με τον εγκληματία. Υπάρχει όμως κάτι που τους διαχωρίζει; Θα μπορούσε κάποιος να πει, η αγαθή πρόθεση, το υψηλό ιδεώδες το οποίο υπηρετούν τα μέσα στην πρώτη περίπτωση και στ’ όνομα του οποίου ενδεχόμενως καθαγιάζονται... «Εμείς σκοτώνουμε για να φτιάξουμε έναν κόσμο χωρίς φονιάδες. Επιλέγουμε να είμαστε εγκληματίες για ν’ ανήκει επιτέλους η γη στους αθώους» (ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ). Και, απ’ αυτή την άποψη, η οδυνηρή ανάληψη του καθήκοντος του φόνου μοιάζει σαν ένα είδος θυσίας γι’ αυτόν που το επωμίζεται: «Υπάρχει κάτι ακόμα πιο απεχθές κι απ’ το να ’σαι φονιάς. Το να ωθείς στον φόνο κάποιον που δεν είναι φτιαγμένος γι’ αυτό» (ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ). 
            Ωστόσο ακόμη και χωρίς μια τέτοια συνειδητή πρόθεση, με κίνητρο μόνο και μόνο την πιεστική τους ανάγκη, πολλοί άνθρωποι καταστρατηγούν έναν νόμο που είναι αποκρυστάλλωμα ανισότητας ή αδικίας και, χωρίς να το θέλουν ή να το ξέρουν, εργάζονται για κάποιου είδους αποκατάσταση των εξαθλιωμένων και των αθέμιτα στερημένων αυτού του κόσμου: ο κοινός κλέφτης που επανιδιοποιείται ένα μέρος τού σφετερισμένου πλούτου, ο λαθρομετανάστης που παραβιάζει τεχνητά επιβεβλημένα και κατασταλτικά σύνορα είναι τα πρώτα παραδείγματα που μου έρχονται στον νου – μπορεί να σκεφτεί όμως κάποιος και πολύ πιο ακραία... Πρέπει να παραδεχθούμε λοιπόν ότι ανάμεσα στον επαναστάτη και τον κοινό παραβάτη ––τον κατά τη δικανική ορολογία «εγκληματία»–– δεν υπάρχει καμία σαφής διαχωριστική γραμμή. 
Ωστόσο δεν είναι όλοι οι εγκληματίες επαναστάτες. Ανάμεσα στους πρώτους μπορεί κάποιος να διακρίνει εύκολα εκείνους οι οποίοι δεν έχουν καμία πρόθεση για ή συμφέρον από την άρση τού υφιστάμενου νόμου, και απεναντίας προϋποθέτουν την καθολική του ισχύ ώστε να μπορούν να επωφεληθούν ατομικά οι ίδιοι από τη δική τους παράβαση: κλασικό παράδειγμα, ο λαθρέμπορος. Η διάκριση αυτή στην ουσία μάς παραπέμπει σε μια βαθμίδα πέραν του θετικού δικαίου, στο επίπεδο της ατομικής σχέσης με την πράξη (καλύτερα: τον κανόνα της πράξης), που είναι το πεδίο της ηθικότητας ως κάτι διακριτό, και θεμελιωδέστερο, από την απλή εξωτερική «νομιμότητα». Είναι το πεδίο της καθαυτό ηθικής συνείδησης, με τον τρόπο που είχε θέσει το ζήτημα ο Καντ: το νόημα της κατηγορικής προσταγής, που προσάγει το μοναδικό έγκυρο κριτήριο ηθικότητας, είναι ακριβώς να μην εξαιρείς τον εαυτό σου
Μόνο από αυτή την άποψη ––αλλά όλως αποφασιστικά–– ο επαναστάτης, παρά το έγκλημά του και μέσ’ από το έγκλημά του, συνιστά ηθική συνείδηση. Από αυτή την άποψη, το έγκλημά του γίνεται μια επιλογή για λογαριασμό δυνητικά όλης της ανθρωπότητας και αποκτάει το διαυγές νόημα (όπως το έλεγε ωραία ο Μανόλης Λαμπρίδης2) μιας έμπρακτης κριτικής του ισχύοντος δικαίου. Κι εκείνο που αθωώνει τον ίδιον ––δηλαδή: τον αποκαθιστά ως ηθικό πράττοντα–– είναι όχι οι αγαθές του προθέσεις, τις οποίες πάντα μπορεί να υποπτεύεται κάποιος ως ρητορικό περικάλυμμα, αλλά το ότι αρνείται να εξαιρέσει τον εαυτό του:  «Αν δεν πεθάνω, θα είμαι εγκληματίας» (ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ). «Πληρώνουμε περισσότερα απ’ όσα χρωστάμε (ΝΤΟΡΑ) – «Κανείς δεν μπορεί να μας κατηγορήσει για τίποτα» (ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ).


ΙΙ.
Η πρώτη αντινομία που σκιαγραφήσαμε είναι ίσως επιλύσιμη: μπορεί όντως να είναι κάποιος εγκληματίας και ηθική συνείδηση, υπό τον όρον ότι θα διαχωρίσουμε την απλή νομιμοφροσύνη (δηλαδή, την υποταγή στο θετικό δίκαιο) από την καθ’ ύλην ηθικότητα (μια εσωτερικευμένη αρχή δικαίου ως πραξεολογικό γνώμονα). Ο επαναστάτης είναι λοιπόν ηθική προσωπικότητα κατά το ότι ενεργεί βάσει μιας σταθερής τέτοιας αρχής δικαίου, δυνάμει της οποίας αμφισβητεί τον ισχύον θετικό δίκαιο και προτείνει, ρητά ή υπόρρητα, ένα άλλο. Κατ’ αυτή την έννοια είναι ένας «δίκαιος» – και το κατηγόρημα αυτό γίνεται σε τέτοιον βαθμό συνώνυμό του που σχεδόν επιδεικτικά, θα έλεγε κανείς, ο Καμύ το αναβιβάζει σε προμετωπίδα του έργου του.
            Σε αυτό το επίπεδο, το επίπεδο της ίδιας της ηθικής συνείδησης, είναι που θ’ αναφανεί μία δεύτερη και πολύ δυσκολότερα επιλύσιμη αντινομία. Είναι η αντινομία τής ηθικής απολυταρχίας που μπορεί να διατυπωθεί κάπως έτσι: το μέγιστο δίκαιο είναι η μέγιστη αδικία ή, όσο πιο αταλάντευτος κάποιος στην ηθικές του αρχές, τόσο πιο πολύ είναι αναγκασμένος να τις παραβεί. Έχει σημασία να το δούμε καθαρά, διότι εδώ έγκειται η δραματική έως παροξυσμού κορύφωση του έργου: η ένσταση που εγείρει ο Καμύ στη λογική τής επαναστατικής στράτευσης ––χωρίς να είναι σε θέση ν’ αντιπροτείνει κάτι ριζικά διαφορετικό–– δεν αφορά κάποιο έλλειμα ηθικότητας αλλ’ απεναντίας μια υπερβολή ηθικότητας.
            Η ένταση κορυφώνεται δραματικά μέσ’ από τη σύγκρουση των δύο κύριων χαρακτήρων, του Καλιάγιεφ και του Στεπάν. Ωστόσο δεν είναι αυτοί που εκφράζουν τυπικά τους δύο όρους τής αντινομίας. Στην αμιγή τους μορφή εκφράζονται από τον Στεπάν και τη Ντόρα. Ο Καλιάγιεφ βρίσκεται ακριβώς στη μέση, κατανοεί και τις δύο όψεις και είναι σπαρακτικά διχασμένος ανάμεσά τους: μία πλευρά τού εαυτού του μιλάει σαν το Στεπάν, μία άλλη μιλάει σαν τη Ντόρα. Κι επειδή ακριβώς δεν μπορεί να λύσει την αντινομία, είναι ταγμένος να εξουθενωθεί, να θυσιαστεί:  «Είναι πολύ πιο εύκολο να πεθαίνει κανείς από τις αντιφάσεις του, παρά να ζει εγκλωβισμένος σ’ αυτές» (ΝΤΟΡΑ).
            Αν το κατηγόρημα «δίκαιος» είναι συνώνυμο του επαναστάτη, τότε ο Στεπάν είναι αναμφίβολα ο πιο καθαρός, ο πιο ανεπίληπτος επαναστάτης. Κουβαλάει στο ίδιο του το κορμί, άλλωστε, τα διαπιστευτήρια της αφιέρωσής του. Είναι στον ίδιο βαθμό η απόλυτη ηθική συνείδηση, αφού η αρχή που καθοδηγεί τις πράξεις του προϋποθέτει μια ολοσχερή εξάλειψη του εαυτού. Στον Άννενκοφ λέει, χωρίς δεύτερη κουβέντα: «Είσαι ο αρχηγός Μπόρια, θα σε υπακούσω». Όταν ο Καλιάγιεφ ερωτοτροπεί με την ιδέα της αυτοκτονίας, του υποδεικνύει ότι ο επαναστάτης δεν ανήκει στον εαυτό του: «Για ν’ αυτοκτονήσει κανείς, πρέπει ν’ αγαπάει πολύ τον εαυτό του. Ο αληθινός επαναστάτης δεν μπορεί να έχει τέτοιου είδους αγάπη». Είναι, τέλος, ο πιο απερίφραστος υπέρμαχος της ιδέας τής δικαισύνης: «Έγινα επαναστάτης γιατί αγαπώ τη ζωή» (ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ) –  «Εγώ πάλι όχι. Τη δικαιοσύνη αγαπώ, που βρίσκεται πάνω από το ζωή» (ΣΤΕΠΑΝ)
            Αυτού ειπωθέντος μία τρομερή γραμμή χαράχθηκε, γύρω από την οποία μένει να παρθούν οι θέσεις. Το πρόβλημα με τον Καλιάγεφ, τον «ποιητή», είναι ότι δεν είναι τόσο σίγουρος γι’ αυτό: «Οι άνθρωποι δεν ζουν μονάχα με δικαιοσύνη», θα πει συλλογισμένος. Η Ντόρα όμως γνωρίζει ακριβώς τί είναι εκείνο που υπολείπεται από τη δικαιοσύνη, και παίρνοντας την αντίθετη θέση από του Στεπάν κάνει εξίσου σαφές το ζεύγμα: «Μπορείς ν’ αγαπάς μαζί τη δικαιοσύνη και την τρυφερότητα;»· και αλλού: «Αυτοί που πραγματικά αγαπούν τη δικαιοσύνη, δεν έχουν δικαίωμα στην αγάπη»· και αλλού: «Χρειάζεται να ’χεις χρόνο για ν’ αγαπήσεις. Η δικαιοσύνη δεν μας αφήνει περιθώρια». Και τελικά, σε μία φράση που είναι ίσως η εμβληματικότερη του έργου (θα μπορούσε, θαρρώ, να γραφτεί κάτω από τον τίτλο): «Είμαστε δίκαιοι. Υπάρχει μια ζεστασιά που δεν είναι για μας».
            Το πρόβλημα είναι παλιό, το γνώριζε ήδη ο Αριστοτέλης. Μολονότι τόσο στα Πολιτικά όσο και στα Ηθικά Νικομάχεια η δικαιοσύνη συνιστά την ύψιστη πολιτική αξία ή αρετή, ιδίως στα ηθικά έργα του εγείρει κάποιου είδους αντιπαράθεση ανάμεσα στις έννοιες της δικαιοσύνης και της φιλίας, όπως ανάμεσα στο αφηρημένο γενικό και το συγκεκριμένο (που από τον Χέγκελ τουλάχιστον έχουμε μάθει να θεωρούμε ως πλουσιότερο του γενικού). Η ένσαρκη, απτή σχέση στην οποία παραπέμπει η φιλία είναι κάτι περισσότερο από την ψυχρή εφαρμογή ενός γενικού κανόνα σε κάθε ειδική περίπτωση όπως απαιτεί η δικαιοσύνη, και δεν έχει προειλημμένο καθοδηγητικό γνώμονα. Η δικαιοσύνη, για παράδειγμα, λέει (με το στόμα του Καλιάγιεφ): «Δεν σκοτώνω έναν άνθρωπο! Σκοτώνω τον δεσποτισμό!» Η Ντόρα όμως και πάλι γνωρίζει τα δίκια του ειδικού, την υποσημείωση που γλιστράει από τον μεγάλο κανόνα: «Θα τον αντικρίσεις για μια ολόκληρη στιγμή! Γιάνεκ, πρέπει να ξέρεις, πρέπει να το ’χεις υπόψη σου! Ένας άνθρωπος είναι ένας άνθρωπος! Μπορεί τα μάτια του να είναι όμορφα, μπορεί να τον δεις να ξύνει τ’ αυτί του ή να γελάει γεμάτος χαρά! Ποιος ξέρει, μπορεί στο μάγουλο να ’χει ένα μικρό κόψιμο απ’ το ξυράφι... Κι αν σε κοιτάξει εκείνη τη στιγμή...».
            Η Ντόρα δεν είναι λιγότερο αφιερωμένη στον κοινό σκοπό, δεν αμφισβητεί ούτε μία στιγμή την αναγκαιότητα εκείνου που πρέπει να γίνει (από τα χέρια της, άλλωστε, βγαίνουν οι φονικές βόμβες...). Έχει όμως ασίγαστα ερωτήματα – το πιο δραστικό οξύ για την ηθική αποφασιστικότητα του Στεπάν. «Κι αν αυτό δεν γίνει;» (στον Καλιάγιεφ)· «Κι αν δεν ζήσουν οι άλλοι Μπόρια; Κι αν πεθάνει για το τίποτα;» (στον Άννενκοφ)· «Κι αν ο κόσμος ολόκληρος απορρίπτει την επανάσταση; Κι αν αυτός ο λαός, για τον οποίον εσύ αγωνίζεσαι, δεν θέλει τα παιδιά του να σκοτώνονται; Τι θα κάνουμε τότε; Θα τον χτυπήσουμε κι αυτόν;» (στον Στεπάν).

Ο Καμύ, είναι φανερό, δεν ταυτίζεται με τον Στεπάν. Τον γοητεύει αναμφίβολα η δύναμη της απόφασής του, η ανυποχώρητη ταύτισή του με τον σκοπό, και γνωρίζει καλά ότι είναι το μόνο τελεσφόρο αντίδοτο στην αυτοκτονία (για την οποία λέει, στην πρώτη πρώτη αράδα του Σισύφου, ότι είναι το μόνο αληθινό φιλοσοφικό πρόβλημα...). Ο ίδιος, υποψιάζεται κανείς, βρίσκεται κάπως πιο κοντά στον Καλιάγιεφ, για τον οποίον ο Ντόρα λέει, «Γι’ αυτόν κι η ίδια η δικαιοσύνη στην απελπισία οδηγεί»... Με κάποια έννοια, πιστεύω, ο Καμύ γράφει αυτό το έργο ενάντια στην έννοια της δικαιοσύνης – για να δείξει την τυφλότητα και την ακαμψία της, την ηθική απολυταρχία στην οποία οδηγεί, την απλοϊκότητα που συνεπάγεται όπως κάθε οπτική η οποία ανάγει το άπειρο φάσμα των αποχρώσεων σε λίγες αδρά χαραγμένες διακρίσεις (και, αν το δει κανείς απ’ αυτή την άποψη, αρχίζει να νιώθει το αδιόρατο φορτίο ειρωνείας που διαπερνάει τον τίτλο...). Kι αυτό μοιάζει όντως με κάτι σαν τελική θέση. Μπορούμε άραγε να πούμε ότι ο Καμύ εντέλει υιοθετεί, όπως ο Μαξ Βέμπερ, μία ηθική της ευθύνης έναντι μιας ηθικής των (απόλυτων) σκοπών; Οπωσδήποτε μια τέτοια οπτική δεν είναι ξένη στη σκέψη του, ούτε όμως θα τον ενθουσίαζε ένας ηθικός σχετικισμός, και ακόμα λιγότερο ένας προσγειωμένος πραγματισμός... Εκείνο που κυρίως τον ενδιαφέρει είναι να φωτίσει τα σημεία όπου η απεριόριστη αξιακή δέσμευση ολισθαίνει στο αντίθετό της, την τυφλή εργαλειακότητα: εκείνος που είναι απεριόριστα πεπεισμένος για το δίκιο του, αντλεί από την πεποίθησή του αυτή το ανελέητο δικαίωμα να χειρίζεται πλέον όλους τους άλλους σαν όργανα για τον σκοπό του. «Αν εμείς την αγαπάμε τόσο δυνατά [την επανάσταση], θα την επιβάλουμε στην ανθρωπότητα για να την απαλλάξουμε από τον εαυτό της και τα δεσμά της» (ΣΤΕΠΑΝ). Και βέβαια, τότε, όλα τα μέσα επιτρέπονται: «Όλος ο κόσμος λέει ψέματα... Αυτό που χρειάζεται είν’ ένα ψέμα σωστά ειπωμένο» (ΣΤΕΠΑΝ). Σε τελευταία ανάλυση, «ό,τι υπηρετεί την υπόθεσή μας, δεν απαγορεύεται» (ΣΤΕΠΑΝ).
            Το ανησυχητικότερο παράδοξο αυτής της θέσης, είναι ότι αρχίζει να εξομοιώνεται ανεπαίσθητα μ’ εκείνο το οποίο αντιμάχεται: ο επαναστάτης γίνεται το κατοπτρικό είδωλο του θύτη του, όπως οι αντίπαλοί του θ’ αναλάβουν να δείξουν στον έγκλειστο πλέον Καλιάγιεφ. Η Μεγάλη Δούκισσα, σύζυγος του δολοφονημένου από τα χέρια του, λέει: «Έχεις την ίδια φωνή μ’ εκείνον. Όλοι οι άνθρωποι παίρνουν το ίδιο ύφος όταν μιλάνε για δικαιοσύνη. Έλεγε “αυτό είναι δίκαιο” κι έπρεπε όλοι να σωπαίνουν. Καμιά φορά είχε άδικο, όπως κι εσύ». Και ακόμη πιο απερίφραστα ο κυνικός Σκουράτοφ: «Όλοι αρχίζουμε επιθυμώντας τη δικαιοσύνη και καταλήγουμε οργανώνοντας μιαν αστυνομία».
            Ο Καμύ βέβαια δεν επέλεξε τυχαία την προεπαναστατική Ρωσία ως σκηνικό της πλοκής του. Όλος αυτός ο βασανιστικός αναστοχασμός  ––που διαπερνάει άλλωστε ολόκληρο το έργο του3–– ξεκινάει ακριβώς από τη συντριπτική συνειδητοποίηση της αποτυχίας του Σοβιετικού πειράματος: η οπισθοχώρηση σε μια εφιαλτική μορφή ολοκληρωτισμού της μεγαλύτερης από τις νίκες του παγκόσμιου εργατικού κινήματος είναι κάτι που τραυμάτισε βαθιά όλους όσους στοιχημάτισαν τη ζωή τους στην υπόθεση της ανθρώπινης απελευθέρωσης, κι έγινε κατά κάποιον τρόπο μοντέλο για τον αναστοχασμό της μοίρας όλων των επαναστάσεων. Αυτή ακριβώς τη μοίρα μοιάζει να προφητεύει η τραγική και δυσοίωνη φωνή που είναι ίσως η πιο κοντινή στη φωνή του ίδιου τού συγγραφέα – η ραγισμένη από την αμφιβολία και τη συγκίνηση φωνή τής Ντόρας: «Καμιά φορά, όταν ακούω τον Στεπάν, φοβάμαι. Ίσως να ’ρθουν άλλοι που θα στηριχτούν πάνω μας για να σκοτώσουν, και ίσως αυτοί να μην πληρώσουν με τη ζωή τους».
Υπάρχει όμως και μία πιο επικαιρική αφορμή, που ρίχνει αναμφίβολα τη σκιά της στο έργο και σε όλη τη δύσκολη προβληματική που ξεδιπλώνει εδώ ο Καμύ. Είναι ο αρχόμενος αντι-αποικιακός αγώνας τής θετής του πατρίδας, της Αλγερίας. Σε μία στιγμή όπου μεγάλο μέρος τής γαλλικής «προοδευτικής» διανόησης επιφυλάχθηκε να δώσει την ολόψυχη στήριξή του με επιχείρημα, ακριβώς, τις ακραίες μορφές βίας των εξεγερμένων, ο Καμύ είναι παρά τις επιφυλάξεις στο πλευρό τους. Με μια κρίσιμη διευκρίνιση, όμως: αν η επαναστατική βία είναι αναπόφευκτη, μοιάζει να είναι η τελευταία του λέξη, εκείνο που την δικαιολογεί δεν είναι κάποιο ορθολογικό σχέδιο «δικαιότερης» ρύθμισης του κόσμου αλλά η έκρηξη μιας ύπαρξης εγκλωβισμένης στις ανυπέρβατες αντιφάσεις της, που λύνει μέσα στον ίλιγγο τής δράσης τις παραλυτικές αμφισημίες που υποδεικνύει ο συνεπής αναστοχασμός.



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Παρεμπιπτόντως, η σκηνοθεσία του Σάββα Στρούμπου μοιάζει να δουλεύει αντίστροφα προς το μέλημα του Καμύ. Να επαναφέρει, δηλαδή, τα ρεαλιστικά υλοποιημένα πρόσωπα πίσω στην ιδέα που ήταν το αρχικό έναυσμά τους. Αυτή ήταν η εντύπωση που αποκόμισα από την άκρως αποστασιοποιημένη, σχεδόν ιδεογραμματική απόδοση των ρόλων μέσα σε ένα εξίσου αφαιρετικό, αντιρεαλιστικό μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια σκηνικό. Ο Καμύ, προφανώς, είχε θελήσει ένα πολύ πιο παραδοσιακό θέατρο χαρακτήρων.  

2. Βλ. το σπουδαίο δοκίμιό του, εξαιρετικά συναφές με την προβληματική που μας απασχολεί εδώ, Η σύγκρουση με τον νόμο ως έμπρακτη κριτική του δικαίου, και το συναίσθημα ενοχής (Έρασμος, 1976).

3. Υπό το φως αυτού του συνολικού έργου είναι δυνατό εδώ να εκφράζουμε μια υπόθεση περί της προσωπικής θέσης τού Καμύ. Κανονικά, από μία ανάγνωση του κειμένου όπως εάν δεν γνωρίζαμε τον συγγραφέα του, μία τέτοια απόφανση είναι αδύνατη (και θα έπρεπε να περιοριστούμε στην απλή ανασύσταση των αντιτιθέμενων οπτικών που μας δίνει το ίδιο το έργο).   




Δείτε ακόμα

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...